γραικύλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γραικύλος οι γραικύλοι
      γενική του γραικύλου των γραικύλων
    αιτιατική τον γραικύλο τους γραικύλους
     κλητική γραικύλε γραικύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραικύλος < (λόγιο δάνειο) λατινική Graeculus, περιφρονητική έκφραση των Ρωμαίων για συμπολίτες τους που μιμούνταν τους Έλληνες, υποκοριστικό του Graecus < αρχαία ελληνική Γραικός [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣɾeˈci.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γραι‐κύ‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γραικύλος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. γραικύλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. γραικύλοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)