γραμματοκομιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραμματοκομιστής < ελληνιστική κοινή γραμματοκομιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γραμματοκομιστής αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που μεταφέρει και παραδίδει επιστολές σε κάποιον
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ταχυδρόμος
- ※ Ήταν ο γραμματοκομιστής. Του είχε φέρει κάποιο γράμμα. (Ναπολέων Λαπαθιώτης Το κρανίο [διήγημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραμματοκομιστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)