γραμμοϊσοδύναμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραμμοϊσοδύναμος < γραμμή + -ο- + ισοδύναμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική row-equivalent)
Επίθετο[επεξεργασία]
γραμμοϊσοδύναμος, -η, -ο
- (μαθηματικά) που αφορά τη σχέση δύο πινάκων, που οι γραμμικές εξισώσεις σε κάθε σειρά του ενός πίνακα έχουν αντιστοιχία λύσεων στην ίδια σειρά του άλλου πίνακα
- Έστω οι πίνακες A, B ∈M n. Θα λέμε ότι ο πίνακας Α είναι γραμμοϊσοδύναμος με τον Β, εάν ο Β προκύπτει από τον Α μέσα από μια πεπερασμένη ακολουθία στοιχειωδών μετασχηματισμών γραμμών (ή στηλών). (Τμήμα Οικονομικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Πατρών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραμμοϊσοδύναμος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)