γραμμόφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γραμμόφωνο | τα | γραμμόφωνα |
γενική | του | γραμμόφωνου & γραμμοφώνου |
των | γραμμόφωνων & γραμμοφώνων |
αιτιατική | το | γραμμόφωνο | τα | γραμμόφωνα |
κλητική | γραμμόφωνο | γραμμόφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραμμόφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gramophone < Gramophone (εμπορική ονομασία για τον φωνόγραφο που έπαιζε δίσκους, όπως το πρωτοονόμασε ο en:Emile Berliner) < αρχαία ελληνική γράφω + φωνή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραμμόφωνο ουδέτερο
- (μουσική) συσκευή για την αναπαραγωγή ήχου από δίσκους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γραμμοφωνώ
- γραμμοφωνητζής
- → δείτε τις λέξεις γράφω και φωνή
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραμμόφωνο