γρανιτώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γρανιτώδης < γρανίτ(ης) + -ώδης
Επίθετο
[επεξεργασία]γρανιτώδης, -ης, -ες
- που έχει ή περιέχει γρανίτη ή μοιάζει με γρανίτη
- άλλες μορφές: γρανιτοειδής
- που είναι σκληρός σαν γρανίτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γρανίτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γρανιτώδης
|