γραπτά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]γραπτά < γραπτός
Επίρρημα
[επεξεργασία]γραπτά
- με γραπτό μέσο
- προτιμά να επικοινωνεί με τους πελάτες του γραπτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γραπτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γραπτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γραπτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γραπτό