Μετάβαση στο περιεχόμενο

γραπώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γραπώνω < από το ιταλικό grappare

γραπώνω

  1. πιάνω με απότομη κίνηση του χεριού
  2. τσακώνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]