γρασαρισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γρασαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γρασάρω
Μετοχή
[επεξεργασία]γρασαρισμένος
- που έχει γρασαριστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γρασαρισμένος
|