γραφιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
γράφω + -ιστής < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά graphism[1][2], graphist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρσενικό (θηλυκό γραφίστρια)