γραφόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραφόμετρο τα γραφόμετρα
      γενική του γραφόμετρου
γραφομέτρου
των γραφόμετρων
γραφομέτρων
    αιτιατική το γραφόμετρο τα γραφόμετρα
     κλητική γραφόμετρο γραφόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραφόμετρο < ιταλικά: grafometro < γράφω + μέτρο + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γραφόμετρο ουδέτερο

  • εργαλείο μέτρησης των οριζόντιων γωνιών, που εφευρέθηκε/πρωτοδημιουργήθηκε το 1597 από τον μηχανικό και εφευρέτη επιστημονικών οργάνων Francese Philippe Danfrie. Στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε ευρέως από ναυτικούς και εμπόρους.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]