Μετάβαση στο περιεχόμενο

γριά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γριά οι γριές
      γενική της γριάς των γριών
    αιτιατική τη γριά τις γριές
     κλητική γριά γριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γριά < αρχαία ελληνική γραῖα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣɾiˈa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γριά θηλυκό

  • γυναίκα προχωρημένης ηλικίας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]