γριάβαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γριάβαλο τα γριάβαλα
      γενική του γριάβαλου των γριάβαλων
    αιτιατική το γριάβαλο τα γριάβαλα
     κλητική γριάβαλο γριάβαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γριάβαλο < τουρκική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γριάβαλο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 17.