γριβάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γριβάδι | τα | γριβάδια |
γενική | του | γριβαδιού | των | γριβαδιών |
αιτιατική | το | γριβάδι | τα | γριβάδια |
κλητική | γριβάδι | γριβάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]γριβάδι< μεσαιωνική ελληνική γριβάδι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γριβάδι ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γριβάδι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γριβάδι
|