γρι γρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γρι, γρυ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γρι γρι < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣɾi‿ˈɣɾi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γρι γρι ουδέτερο άκλιτο

  1. (ναυτικός όρος) αλιευτικό σκάφος (πρωτοκάικο) που ρυμουλκεί κάποιο μικρότερο και χρησιμοποιείται για ημερήσιο ή νυχτερινό ψάρεμα με πυροφάνι
  2. (αλιεία) μεγάλο δίχτυ που κλείνει στο κάτω μέρος του και με το οποίο ψαρεύονται αφρόψαρα
     συνώνυμα: κυκλικά δίχτυα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]