γρυπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γρύπας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρυπός η γρυπή το γρυπό
      γενική του γρυπού της γρυπής του γρυπού
    αιτιατική τον γρυπό τη γρυπή το γρυπό
     κλητική γρυπέ γρυπή γρυπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρυποί οι γρυπές τα γρυπά
      γενική των γρυπών των γρυπών των γρυπών
    αιτιατική τους γρυπούς τις γρυπές τα γρυπά
     κλητική γρυποί γρυπές γρυπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γρυπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γρυπός[1] (Δε σχετίζεται με το ἄγρ‑υπνος.)

Επίθετο[επεξεργασία]

γρυπός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
γρῡπο-
ονομαστική γρυπός γρυπή τὸ γρυπόν
      γενική τοῦ γρυποῦ τῆς γρυπῆς τοῦ γρυποῦ
      δοτική τῷ γρυπ τῇ γρυπ τῷ γρυπ
    αιτιατική τὸν γρυπόν τὴν γρυπήν τὸ γρυπόν
     κλητική ! γρυπέ γρυπή γρυπόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γρυποί αἱ γρυπαί τὰ γρυπᾰ́
      γενική τῶν γρυπῶν τῶν γρυπῶν τῶν γρυπῶν
      δοτική τοῖς γρυποῖς ταῖς γρυπαῖς τοῖς γρυποῖς
    αιτιατική τοὺς γρυπούς τὰς γρυπᾱ́ς τὰ γρυπᾰ́
     κλητική ! γρυποί γρυπαί γρυπᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γρυπώ τὼ γρυπᾱ́ τὼ γρυπώ
      γεν-δοτ τοῖν γρυποῖν τοῖν γρυπαῖν τοῖν γρυποῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γρυπός < θέμα γρυ- [1] που παραδοσιακά συνδέεται με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή προέλευση, όπως και με τη λέξη γρύψ εκδοχή που αμφισβητεί ο Beekes.[2] ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

γρυπός, -ή, -όν

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. γρύπας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. «γρυπός» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]