γρόθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γρόθος < γροθιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γρόθος αρσενικό

  • άλλη μορφή του γρόνθος
    ※  Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Άσμα Δεύτερον, 295 (στίχοι 294-299), @greek-language.gr
    Ένα μαχαιροβγάλτη,
    του Φλώρου τ’ αγριόπαιδο, το βραχοκαταλύτη,
    που μ’ ένα γρόθο εσκότωσε τριέτικο δαμάλι
    γιατ’ είχε αψύν τον κάματο· που ξενυχτά στο λόγγο
    για να σκοτώσει ένα λαγό· που κράτησ’ ένα λύκο
    με το ’να χέρι απ’ την ορά και τὄσχισε με τ’ άλλο
    πέρα και πέρα την κοιλιά… Αυτόν τον Λάμπρο θέλεις;
  • (κρητικά) ο μαλάκας[1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βλ. Αθηνά Προύντζου, και Κατερίνα Χριστοπούλου, «Μια λεξικολογική προσέγγιση για την ‘άσεμνη’ λέξη μαλάκας», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 33 (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2012), σ. 299· πρόσβαση: 2020-09-17.