γρύπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γρύπας | οι | γρύπες |
γενική | του | γρύπα | των | γρυπών |
αιτιατική | τον | γρύπα | τους | γρύπες |
κλητική | γρύπα | γρύπες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γρύπας < αρχαία ελληνική γρύψ
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γρύπας αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ζώο με σώμα λιονταριού, κεφάλι, φτερά και νύχια αετού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γρύπας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γρύπας
|