γυάλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυάλωμα ουδέτερο
- η εφυάλωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυάλωμα
|
γυάλωμα ουδέτερο
|