γυάλωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυάλωμα ουδέτερο
- η εφυάλωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυάλωμα
|
γυάλωμα ουδέτερο
|