Μετάβαση στο περιεχόμενο

γυαλάδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυαλάδα οι γυαλάδες
      γενική της γυαλάδας
    αιτιατική τη γυαλάδα τις γυαλάδες
     κλητική γυαλάδα γυαλάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυαλάδα < γυαλ(ί) + -άδα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝaˈla.ða/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυαλάδα θηλυκό

  1. η στιλπνότητα, η λάμψη
  2. το λούστρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]