γυαλιστερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γυαλιστερά < γυαλιστερός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
γυαλιστερά
- με γυαλιστερό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυαλιστερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γυαλιστερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γυαλιστερό