γυιοπέδη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυιοπέδη < γυῖον (μέλος του σώματος) και πέδη


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γυιοπέδη θηλυκό