γυμνάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυμνάς < γυμνάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυμνάς-άδος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο γυμνός
  2. ο γυμνασμένος