γυμνάσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυμνάσια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝiˈmna.si.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυμνάσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ασκήσεις τμήματος ή όλου του στρατού σε εξωτερικό χώρο
- (οικείο) (μεταφορικά) ταλαιπωρίες, βάσανα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γυμνάσια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γυμνάσιο