γυμνασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυμνασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυμνάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
γυμνασμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυμνασμένος
|