γυμναστήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γυμναστήριον τὰ γυμναστήρι
      γενική τοῦ γυμναστηρίου τῶν γυμναστηρίων
      δοτική τῷ γυμναστηρί τοῖς γυμναστηρίοις
    αιτιατική τὸ γυμναστήριον τὰ γυμναστήρι
     κλητική ! γυμναστήριον γυμναστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμναστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  γυμναστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυμναστήριον < αρχαία ελληνική γυμνάσιον < γυμνάζω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός) λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυμναστήριον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]