γυμνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυμνητικός < γυμνήτης
Επίθετο[επεξεργασία]
γυμνητικός, ή, όν
- ο σχετικός με τον γυμνήτη, τον ελαφρά οπλισμένο στρατιώτη