γυμνότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυμνότητα < (ελληνιστική κοινή) γυμνότης < αρχαία ελληνική γυμνός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝiˈmno.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυμνότητα θηλυκό
- το να είναι κανείς γυμνός