γυμνόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  γυμνῶ   γυμνοῦμαι 
Παρατατικός
Μέλλοντας  γυμνώσω 
Αόριστος  ἐγύμνωσα   ἐγυμνώθην 
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυμνόω < γυμνός

Ρήμα[επεξεργασία]

γυμνόω-γυμνῶ

  1. γυμνώνω και γυμνώνομαι
  2. αποστερώ
  3. (παθητικό) είμαι ανυπεράσπιστος