γυνή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυνή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυνή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷḗn- < *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂- (συγκρίνετε με το γυναίκα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝiˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐νή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυνή θηλυκό
- (απαρχαιωμένο) η γυναίκα, ενήλικο άτομο θηλυκού γένους (σε παγιωμένες εκφράσεις)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γυνή της απωλείας: ανήθικη, πόρνη
- η γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα: η σύζυγος να σέβεται τον σύζυγο
- πυρ, γυνή και θάλασσα: για να δείξουμε ότι επίκεινται ή συμβαίνουν μεγάλες συμφορές
- συν γυναιξί και τέκνοις: με όλο το σόι, όλοι μαζί, πολλοί
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γυναίκα
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γῠν- γῠναικ- | |||||
ονομαστική | ἡ | γυνή | αἱ | γυναῖκες | |
γενική | τῆς | γυναικός | τῶν | γυναικῶν | |
δοτική | τῇ | γυναικῐ́ | ταῖς | γυναιξῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὴν | γυναῖκᾰ | τὰς | γυναῖκᾰς | |
κλητική ὦ! | γύναι | γυναῖκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυναῖκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γυναικοῖν | |||
Τύπος από την 1η κλίση (γυνή), και τύποι από την 3η κλίση. | |||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ετερόκλιτα' όπως «γυνή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυνή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷḗn- < *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-
- ήδη μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀓𐀙𐀊 (ku-na-ja)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυνή θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- γυναικεῖος, ιωνικός τύπος : γυναικήιος
- γυναικίζω (φέρομαι σαν γυναίκα)
- γυναικών
- γυναικωνῖτις, γυναικεία &γυναικηΐη (ο χώρος των γυναικών)
- γύναιος
- γύννις (ο γυναικωτός, ο θηλυπρεπής άνδρας)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- γυναικόβουλος
- γυναικογήρυτος
- γυναικοκρασία (η γυναικεία ιδιοσυγκρασία)
- γυναικοκρατέομαι / γυναικοκρατοῦμαι
- γυναικομανής γυναικομανέω/γυναικομανῶ, γυναικομανία
- γυναικόμιμος
- γυναικονόμος, γυναικονομέω/γυναικονομῶ, γυναικονομία
- γυναικοπληθής
- γυναικόποινος
- γυναικώδης
Πηγές[επεξεργασία]
- γυνή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γυνή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Απαρχαιωμένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ετερόκλιτα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Οικογένεια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)