γυναικίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γυναικίζω | |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | γυναικιῶ | |
Αόριστος | ||
Παρακείμενος | ||
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικίζω < γυναικήιος
Ρήμα[επεξεργασία]
γυναικίζω
- συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα, παίζω το ρόλο της γυναίκας
- ὅπως τῷ φθέγματι γυναικιεῖς εὖ καὶ πιθανῶς. (Θεσμοφοριάζουσες, 266)