γυναικαρέσκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικαρέσκεια < γυναικάρεσκος + -εια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναικαρέσκεια θηλυκό
- το να είναι κάποιος γυναικάρεσκος, να δείχνει αβρότητα προς τις γυναίκες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυναικαρέσκεια
|