γυναικομάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυναικομάνι τα γυναικομάνια
      γενική
    αιτιατική το γυναικομάνι τα γυναικομάνια
     κλητική γυναικομάνι γυναικομάνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυναικομάνι < γυναίκα + -μάνι (πλήθος) [κατά το ανθρωπομάνι, σκουπιδομάνι, χαρτομάνι, από τη λατινική λέξη manus που σήμαινε χέρι αλλά και πλήθος]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυναικομάνι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]