γυναικονόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικονόμος < αρχαία ελληνική γυναικονόμος. Μορφολογικά αναλύεται σε γυναίκ(α) + -ο- + -νόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναικονόμος αρσενικό
- εργαζόμενος σε σώμα που έχει οριστεί (σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία) για την επίβλεψη της συμπεριφοράς των γυναικών
- άρχοντας στην Αρχαία Αθήνα με καθήκον τον έλεγχο της ευπρέπειας των γυναικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυναικονόμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικονόμος < γυναικ(ός/ών) + -ο- + -νόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναικονόμος αρσενικό
- άρχοντας στην Αρχαία Αθήνα με καθήκον τον έλεγχο της ευπρέπειας των γυναικών
Πηγές[επεξεργασία]
- γυναικονόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γυναικονόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νόμος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νόμος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)