γυναικονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυναικονόμος οι γυναικονόμοι
      γενική του γυναικονόμου των γυναικονόμων
    αιτιατική τον γυναικονόμο τους γυναικονόμους
     κλητική γυναικονόμε γυναικονόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυναικονόμος < αρχαία ελληνική γυναικονόμος. Μορφολογικά αναλύεται σε γυναίκ(α) + -ο- + -νόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυναικονόμος αρσενικό

  1. εργαζόμενος σε σώμα που έχει οριστεί (σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία) για την επίβλεψη της συμπεριφοράς των γυναικών
  2. άρχοντας στην Αρχαία Αθήνα με καθήκον τον έλεγχο της ευπρέπειας των γυναικών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυναικονόμος < γυναικ(ός/ών) + -ο- + -νόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυναικονόμος αρσενικό

  • άρχοντας στην Αρχαία Αθήνα με καθήκον τον έλεγχο της ευπρέπειας των γυναικών

Πηγές[επεξεργασία]