γυναικούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γυναικούλα | οι | γυναικούλες |
γενική | της | γυναικούλας | — | |
αιτιατική | τη | γυναικούλα | τις | γυναικούλες |
κλητική | γυναικούλα | γυναικούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικούλα < γυναίκ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναικούλα θηλυκό
- (προσφώνηση, χαϊδευτικό) τρυφερή προσφώνηση της συμβίας από τον σύζυγο ή τον σύντροφο
- (μειωτικό) γυναίκα χαμηλού επιπέδου που δεν φέρεται σωστά
- → δείτε και τη λέξη γυναικουλίστικος
- (μειωτικό) κουτσομπόλα
- (μειωτικό) άντρας δειλός και χωρίς βούληση
- γυναίκα απλή, άκακη, αθώα, αμέτοχη που έτυχε να βρίσκεται κάπου
- ↪ Εκεί που έριξαν τα δακρυγόνα ήταν μαζεμένοι κάτι συνταξιούχοι και κάτι γυναικούλες με τα παιδιά τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυναίκα χαμηλού επιπέδου
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)