γυναικο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικο- < αρχαία ελληνική γυνή
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
γυναικο-
- πρώτο συνθετικό λέξεων σχετικών με τη γυναίκα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γυναικοκρατία
- γυναικολόγος
- γυναικολογικός
- γυναικολογία
- γυναικοπρεπής
- γυναικοφέρνω
- γυναικοφέρσιμο
- γυναικοδουλειά
- γυναικόπαιδα