γυρίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γυρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γυρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γυρίζω
- θα γυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γυρίζω