γυρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυρισμός | οι | γυρισμοί |
γενική | του | γυρισμού | των | γυρισμών |
αιτιατική | τον | γυρισμό | τους | γυρισμούς |
κλητική | γυρισμέ | γυρισμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυρισμός < γυρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυρισμός αρσενικό