γυρομαγνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυρομαγνητικός < αγγλικά : gyromagnetic < γυρο-/γυρνώ + μαγνητικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
γυρομαγνητικός, -ή, -ό
- (φυσική) που αφορά, που σχετίζεται με, ή προκύπτει από τις ιδιότητες ενός περιστρεφόμενου μαγνήτη, ή ενός περιστρεφόμενου ηλεκτρικού φορτίου• μαγνητογυρικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυρομαγνητικός