γυρόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυρόω < γυρός (στρογγυλός, γυρτός, καμπύλος)

Ρήμα[επεξεργασία]

γυρόω-γυρῶ

  1. περικυκλώνω
  2. κάνω κάτι καμπύλο, το κάνω στρογγυλό