γυψώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γυψώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος γυψώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυψώνομαι | γυψωνόμουν(α) | θα γυψώνομαι | να γυψώνομαι | ||
β' ενικ. | γυψώνεσαι | γυψωνόσουν(α) | θα γυψώνεσαι | να γυψώνεσαι | (γυψώνου) | |
γ' ενικ. | γυψώνεται | γυψωνόταν(ε) | θα γυψώνεται | να γυψώνεται | ||
α' πληθ. | γυψωνόμαστε | γυψωνόμαστε γυψωνόμασταν |
θα γυψωνόμαστε | να γυψωνόμαστε | ||
β' πληθ. | γυψώνεστε | γυψωνόσαστε γυψωνόσασταν |
θα γυψώνεστε | να γυψώνεστε | (γυψώνεστε) | |
γ' πληθ. | γυψώνονται | γυψώνονταν γυψωνόντουσαν |
θα γυψώνονται | να γυψώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γυψώθηκα | θα γυψωθώ | να γυψωθώ | γυψωθεί | ||
β' ενικ. | γυψώθηκες | θα γυψωθείς | να γυψωθείς | γυψώσου | ||
γ' ενικ. | γυψώθηκε | θα γυψωθεί | να γυψωθεί | |||
α' πληθ. | γυψωθήκαμε | θα γυψωθούμε | να γυψωθούμε | |||
β' πληθ. | γυψωθήκατε | θα γυψωθείτε | να γυψωθείτε | γυψωθείτε | ||
γ' πληθ. | γυψώθηκαν γυψωθήκαν(ε) |
θα γυψωθούν(ε) | να γυψωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γυψωθεί | είχα γυψωθεί | θα έχω γυψωθεί | να έχω γυψωθεί | γυψωμένος | |
β' ενικ. | έχεις γυψωθεί | είχες γυψωθεί | θα έχεις γυψωθεί | να έχεις γυψωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γυψωθεί | είχε γυψωθεί | θα έχει γυψωθεί | να έχει γυψωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γυψωθεί | είχαμε γυψωθεί | θα έχουμε γυψωθεί | να έχουμε γυψωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γυψωθεί | είχατε γυψωθεί | θα έχετε γυψωθεί | να έχετε γυψωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γυψωθεί | είχαν γυψωθεί | θα έχουν γυψωθεί | να έχουν γυψωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυψώνομαι
|