γυψώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυψώνω < αρχαία ελληνική γυψόω / γυψῶ < γύψος

Ρήμα[επεξεργασία]

γυψώνω (παθητική φωνή: γυψώνομαι)

  1. καλύπτω με γύψο κάτι
  2. καλύπτω με γύψο εν είδει επιδέσμου κάποιο χτυπημένο σωματικό μέλος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]