γωνιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γωνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γωνιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
γωνιασμένος, -η, -ο
- αυτός που έχει γωνιαστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γωνιασμένος
|