γωνιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γωνιασμός < γωνιάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γωνιασμός αρσενικό

  1. ο υπολογισμός με γωνιόμετρο
  2. η λεπτολογία, η ολοκλήρωση ενός ποιητικού έργου, των στίχων του
  3. η δύσκολη κατασκευή