γωνιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γωνιασμός < γωνιάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γωνιασμός αρσενικό
- ο υπολογισμός με γωνιόμετρο
- η λεπτολογία, η ολοκλήρωση ενός ποιητικού έργου, των στίχων του
- η δύσκολη κατασκευή