γωνιώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γωνιώδης η γωνιώδης το γωνιώδες
      γενική του γωνιώδους της γωνιώδους του γωνιώδους
    αιτιατική τον γωνιώδη τη γωνιώδη το γωνιώδες
     κλητική γωνιώδη(ς) γωνιώδης γωνιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γωνιώδεις οι γωνιώδεις τα γωνιώδη
      γενική των γωνιωδών των γωνιωδών των γωνιωδών
    αιτιατική τους γωνιώδεις τις γωνιώδεις τα γωνιώδη
     κλητική γωνιώδεις γωνιώδεις γωνιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γωνιώδης < αρχαία ελληνική γωνιώδης < γωνία + εἶδος (ο όμοιος με γωνία και αυτός που σχηματίζει γωνία)

Επίθετο[επεξεργασία]

γωνιώδης, -ης, -ες

  1. που έχει γωνίες
  2. που σχηματίζει γωνία ή γωνίες

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]