γόησσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γόησσα | οι | γόησσες |
γενική | της | γόησσας | των | γοησσών |
αιτιατική | τη | γόησσα | τις | γόησσες |
κλητική | γόησσα | γόησσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γόησσα θηλυκό
- θηλυκό του γόης (γοητευτική γυναίκα)