γόμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γόμα οι γόμες
      γενική της γόμας των γομών
    αιτιατική τη γόμα τις γόμες
     κλητική γόμα γόμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γόμα < (άμεσο δάνειο) βενετική goma < ιταλική gomma < νεολατινική gumma / cumma < λατινική cummi / gummi < αρχαία ελληνική κόμμι (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακή qmy

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γόμα θηλυκό

  1. (γραφική ύλη) η γομολάστιχα
  2. συγκολλητική ουσία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]