γόμπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γόμπος οι γόμποι
      γενική του γόμπου των γόμπων
    αιτιατική τον γόμπο τους γόμπους
     κλητική γόμπε γόμποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γόμπος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γόμπος < βενετική gobo / ιταλικά gobbo < λατινική gibbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *geybʰ- (καμπύλος, λοξός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γόμπος αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) καμπούρης
    ※  Όπου κουτσός κι όπου στραβός, τσίρος και γόμπος και σπανός, στον αϊ-Παντελέημονα. (Κεφαλονίτικη παροιμία)
    δείτε Πολίτης, Νικόλαος, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού, τόμος Α’, Παροιμίαι, Αθήνα 1899
  2. (ιδιωματικό) καμπούρα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • γόμπος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
  • γόμπος - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γόμπος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

γόμπος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]