γότθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γότθος | οι | γότθοι |
γενική | του | γότθου | των | γότθων |
αιτιατική | τον | γότθο | τους | γότθους |
κλητική | γότθε | γότθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γότθος αρσενικό