γύαλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γύαλον  : ομόρριζο των ἐγγύη, ἐγγυαλίζω, γυαλός, γυρός, γυλιός και ίσως του γύης


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γύαλον ουδέτερο
  1. θώρακας
  2. κοίλωμα, σπήλαιο
  3. το κοίλο του αγγείου
  4. στον πληθυντικό, φαράγγι, χαράδρα