γύναιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γύναιος < γυναικεῖος

Επίθετο[επεξεργασία]

γύναιος, -α, -ον

  1. ο γυναικείος
γύναια' δῶρα (δώρα που ικανοποιούν γυναίκα, προς γυναίκα)
  1. (προσφώνηση)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το γύναιον αρχικά ήταν τρυφερή και όχι προσβλητική προσφώνηση, ήταν το αντίστοιχο γυναικούλα μου
  • σταδιακά έγινε υποτιμητικό και για άνδρα υβριστικό (ότι "κάνει σαν γυναικούλα")